- παραχωρητικός
- -ή, -ό / παραχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [παραχωρώ]αυτός που αναφέρεται στην παραχώρησηνεοελλ.φρ. «παραχωρητικές προτάσεις» — προτάσεις που σημαίνουν παραχώρηση, ενδοτικές ή εναντιωματικές προτάσειςαρχ.1. εκείνος που έχει την τάση να κάνει παραχωρήσεις, ενδοτικός, υποχωρητικός2. αυτός που έχει ληφθεί ή εκτελεστεί με την προοπτική παράδοσης στον διάδικο ή στον αντίπαλο (α. «παραχωρητικὴ ὁμολογία» β. «παραχωρητικὸν ἀργύριον, διεγγύημα»)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραχωρητικόνη ιδιότητα εκείνου ο οποίος είναι παραχωρητικός, η υποχωρητικότητα, η ενδοτικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.